υποστυλώνω

υποστυλώνω
ὑποστυλῶ, -όω, ΝΜΑ
στηρίζω κάτι με στύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + στυλῶ / -ώνω «στηρίζω κάτι με στύλους»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποστυλώνω — υποστυλώνω, υποστύλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποστυλώνω — υποστύλωσα, υποστυλώθηκα, υποστυλωμένος, βάζω αποκάτω στύλους, υποστηρίζω με στύλους, στυλώνω: Υποστυλώθηκε η γέφυρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαξυλώνω — και διαξυλώ υποστυλώνω, στηρίζω με ξύλα την οροφή και τα πλάγια φρεάτων, ορυχείων, στοών ή σηράγγων …   Dictionary of Greek

  • διερείδομαι — (AM διερείδομαι) [ερείδω] μέσ. στηρίζομαι, ακουμπώ αρχ. 1. υποστηρίζω, υποστυλώνω 2. μέσ. αντιστέκομαι 3. κρατώ σε απόσταση, χωριστά …   Dictionary of Greek

  • στυλώνω — στυλῶ, όω, ΝΑ [στῡλος] στηρίζω κάτι με στύλους, υποστυλώνω νεοελλ. 1. μτφ. (για φαγητά και ποτά) δίνω νέες δυνάμεις σε κάποιον, τονώνω, καρδαμώνω («μέ στύλωσε το κρέας που έφαγα») 2. (μέσ. και παθ.) στυλώνομαι α) μένω ακίνητος, ακινητοποιούμαι β) …   Dictionary of Greek

  • συγχώννυμι — και συγχωννύω ΜΑ [χώννυμι /χωννύω] (κυριολ. και μτφ.) χώνω κάτι σε βάθος, κατακαλύπτω («τὴν συγχωσθεῑσαν τοῑς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.) μσν. στηρίζω, υποστηρίζω, υποστυλώνω («ὧ ῥινὸς ἐκτύπωμα συγκεχωσμένης τοῑς τῶν παρειῶν σαρκικοῑς… …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υποστυλώ — όω, ΜΑ βλ. υποστυλώνω …   Dictionary of Greek

  • υποστύλωση — η / ὑποστύλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑποστυλῶ / ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποστυλώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”